ἀσφαλτίτης

ἀσφαλτίτης
ἀσφαλτίτης [ῑ], ου, , fem. [suff] ἀσφαλ-ῖτις, ιδος,
A bituminous,

βῶλος Str.7.5.8

; λίμνη Ἀ. the Dead Sea, D.S.19.98, cf. J.BJ1.33.5; πόα, = ἀσφάλτιον, Philum. ap. Orib.45.29.27, Archig. ap. Aët.5.84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀσφαλτίτης — bituminous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφαλτίτης — ο (Α ἀσφαλτίτης, ο και ἀσφαλτῑτις, η) αυτός που περιέχει άσφαλτο, ο ασφαλτώδης αρχ. φρ. 1. «λίμνη Ἀσφαλτῑτις» η Νεκρά Θάλασσα 2. «ἀσφαλτῑτις πόα» το τριφύλλι …   Dictionary of Greek

  • Dead Sea — For the Brian Keene book of the same name, see Dead Sea (novel). Dead Sea A view from the Israeli side looking across to Jordan Coord …   Wikipedia

  • άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”